ύγρωμα

ύγρωμα
το, Ν
1. ιατρ. συλλογή υγρού στο εσωτερικό ορογόνων θυλάκων οι οποίοι βρίσκονται κάτω από το δέρμα σε σημεία τού σώματος όπου ασκείται πίεση ή τριβή, όπως είναι λ.χ. ο αγκώνας ή το γόνατο
2. (κτην.) διαμαρτία στο γόνατο ενός αλόγου, η οποία είναι, συχνά, συνέπεια τραυματισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygroma (< υγρός + κατάλ. -ωμά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ύγρωμα — το, ατος διόγκωση που προέρχεται από συγκέντρωση υγρού στους βλεννογόνους θυλάκους κάτω από το δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”