- ύγρωμα
- το, Ν1. ιατρ. συλλογή υγρού στο εσωτερικό ορογόνων θυλάκων οι οποίοι βρίσκονται κάτω από το δέρμα σε σημεία τού σώματος όπου ασκείται πίεση ή τριβή, όπως είναι λ.χ. ο αγκώνας ή το γόνατο2. (κτην.) διαμαρτία στο γόνατο ενός αλόγου, η οποία είναι, συχνά, συνέπεια τραυματισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygroma (< υγρός + κατάλ. -ωμά)].
Dictionary of Greek. 2013.